φιλεστιάτωρ

φιλεστιάτωρ
και φιλοεστιάτωρ -ορος, ὁ, Α
αυτός που αγαπά τις εστιάσεις, τα γεύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + ἑστιάτωρ «αυτός που παραθέτει γεύμα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φιλοεστιάτωρ — ορος, ὁ, Α βλ. φιλεστιάτωρ …   Dictionary of Greek

  • φιλεστιάτορες — φιλεστιά̱τορες , φιλεστιάτωρ lover of feasting masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”